Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὁ συνεχὴς λόγος

  • 1 Set

    subs.
    Faction, clique P. and V. στσις, ἡ.
    Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.
    Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.
    Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.
    Set ( of sun): P. and V. δύσις, ἡ, δυσμαί, αἱ; see Sunset.
    Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.
    Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.
    ——————
    adj.
    Stationary: P. στάσιμος.
    Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.
    Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.
    Be set on: P. and V. προθυμεῖσθαι (infin.), σπουδάζειν (infin.); see be eager, under Eager.
    Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.
    On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.
    Of set purpose: see on purpose, under Purpose.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τιθέναι, ἱστναι.
    Make to sit: P. and V. καθίζειν, V. ἵζειν, ἱδρειν, ἐξιδρειν.
    Appoint: P. and V. καθιστναι (or mid.), τάσσειν, προστάσσειν.
    Lay down (limits, etc.): P. and V. ὁρίζειν.
    Fix: P. and V. πηγνύναι.
    Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).
    Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).
    Words set to music: P. λόγος δόμενος (Plat., Rep. 398D).
    I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).
    Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.
    Set one's heart on: see Desire.
    To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).
    V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθνειν.
    Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.
    Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.
    Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).
    Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).
    met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.
    Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).
    Set apart: P. and V. ἀπολαμβνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.
    Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.
    Except: P. and V. ἐξαιρεῖν; see also Reject, Disregard.
    Set at defiance: see Defy.
    Set at naught: P. and V. μελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), κηδεῖν (gen.); see Disregard.
    Set before: P. and V. προτιθέναι.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι.
    Set down: Ar. and P. καταβάλλειν.
    Set down ( to anyone's account): P. and V. ναφέρειν (τί τινι, or τι εἴς τινα); see Impute.
    Set eyes on: see Behold.
    Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).
    Set forth: P. and V. προτιθέναι.
    Narrate: P. and V. διέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι; see narrate; v. intrans.: see set out.
    Set in, begin, v. intrans.: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.
    Adorn: P. and V. κοσμεῖν; see adorn; v. intrans.: see set out.
    Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.
    Put on: P. and V. ἐφιστναι.
    Set on fire: see Burn.
    Set on foot: P. and V. προτιθέναι; see Institute.
    Begin: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Set on table: Ar. and P. παρατιθέναι, V. προτιθέναι (also Ar. in mid.).
    Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, φορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι; see Start.
    Set over: P. and V. ἐφιστναι (τινά τινι).
    Set right: see Correct.
    Set round: P. περιιστάναι.
    Set sail: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, παίρειν, P. ἐπανάγεσθαι; see under Sail.
    Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).
    Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).
    The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).
    Set to work: P. and V. ἔργου ἔχεσθαι (Thuc. 1, 49); see also Begin.
    Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).
    They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).
    Set up: P. and V. ἱστναι, νιστναι, ὀρθοῦν (rare P.): ( a trophy) P. and V. ἱστναι, νιστναι.
    (Temple, altar, etc.): P. and V. ἱδρειν (or mid.), V. καθιδρύεσθαι.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι), V. ἐγκαθιδρειν (τί τινι).
    They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).
    Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.
    Appoint (as a government, etc.): P. and V. καθιστναι; see Appoint.
    Set up in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (τί τινι).
    Help to set up: P. and V. συγκαθιστναι (acc.).
    Bring forward: P. and V. προτιθέναι; see Introduce.
    Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).
    Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).
    Set up in ( business): P. κατασκευάζεσθαι (with acc. of the business).
    Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.
    Attack: see Attack.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»